κουφός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. κωφός], κουφός· το ουδ. ως ουσ. το κουφό, συνήθως στον πλ. τα κουφά, (στη νεοαργκό) λόγια ή πράξεις ανόητες, παράλογες, χωρίς λογική συνάρτηση σε σχέση με αυτά που έχουμε ήδη πει ή κάνει ή σε σχέση με αυτά που περιμένουν από μας να πούμε ή να κάνουμε, οι ανοησίες, οι βλακείες: «τι κουφό ήταν πάλι αυτό που μας είπες! || άσε τα κουφά, ρε παιδάκι μου, και κάτσε να μιλήσουμε σοβαρά!»·
- έκανε ο κουφός αφτιά και ο τυφλός μάτια, βλ. λ. μάτι·
- κάνω τον κουφό, προσποιούμαι πως δεν ακούω αυτό που λέγεται, γιατί δε με συμφέρει: «μην κάνεις τον κουφό, γιατί για τις δικές σου βλακείες λέω!»· 
- κουφό του πονηρού τ’ αφτί, βλ. λ. πονηρός·
- στα κουφά, αθόρυβα: «πέρασε στα κουφά και δεν τον πήρε κανένας είδηση»·
- στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα, βλ. λ. πόρτα·
- της κουφής το παιδί ποτέ δεν κλαίει, οι σκληροί ή οι αδιάφοροι εργοδότες δεν παίρνουν ποτέ υπόψη τους τα παράπονα των υπαλλήλων τους: «ήθελα να πάω στο διευθυντή να του ζητήσω μια αυξησούλα αλλά το μετάνιωσα γιατί, της κουφής το παιδί ποτέ δεν κλαίει». Από τη στιγμή που η μητέρα είναι κουφή, δεν ακούει τα κλάματα του παιδιού της.